χειμώνιασμα

χειμώνιασμα
το, -ατος
η αρχή του χειμώνα: Με το χειμώνιασμα θα αρχίσει να λειτουργεί η λέσχη μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειμώνιασμα — το, Ν [χειμωνιάζω] ο ερχομός τού χειμώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”